- ἔγειρε
- ἐγείρωawakenpres imperat act 2nd sgἐγείρωawakenaor ind act 3rd sg (homeric ionic)ἐγείρωawakenimperf ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἔγειρ' — ἔγειρε , ἐγείρω awaken pres imperat act 2nd sg ἔγειραι , ἐγείρω awaken aor imperat mid 2nd sg ἔγειρα , ἐγείρω awaken aor ind act 1st sg (homeric ionic) ἔγειρε , ἐγείρω awaken aor ind act 3rd sg (homeric ionic) ἔγειρε , ἐγείρω awaken imperf ind… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Differences between codices Sinaiticus and Vaticanus — Codex Sinaiticus and Codex Vaticanus, two of great uncial codices, representatives of the Alexandrian text type, are considered excellent manuscript witnesses of the text of the New Testament. Most critical editions of the Greek New Testament… … Wikipedia
γέρνω — έγειρα, γερμένος 1. κλίνω προς τα κάτω ή τα πλάγια, πλαγιάζω κάτι: Έγειρα κατά λάθος το ποτήρι και χύθηκε το γάλα. 2. αμτβ., κλίνω προς τα κάτω, πλαγιάζω, ακουμπώ: Έγειρε στον ώμο μου και έκλαψε. 3. δύω, βασιλεύω: Ο ήλιος έγειρε. 4. ξαπλώνω,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
АРАМЕЙСКИЙ ЯЗЫК — вместе с ханаанейскими (еврейским, финикийским, моавитским и др.) и угаритским входит в сев. зап. группу семит. ветви афразийской языковой семьи. На христ. Западе до 2 й пол. XIX в. назывался халдейским по названию нек рых арам. племен (аккад. >… … Православная энциклопедия
Codex Boreelianus — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Uncial 09 Beginning o … Wikipedia
Minuscule 35 — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Minuscule 35 Text NT Date 11th century Script Greek … Wikipedia
ROMAEI — Graece Ρ῾ωμαῖοι, Graeci dici coeperunt, a quod Imperii sedes a Constantino Magno Constantinopolim translata est: uti docet Sponius ex Inscr. Graeca, in Templo Monasterii S. Lucae, quod in Parnasso est, superstite, ΠΑΣΙ ΠΩΜΑΙΟΙΣ ΜΕΓΑΣ ΕΓΕΙΡΕ… … Hofmann J. Lexicon universale
φύλοπις — όπιδος, ἡ, Α ο θόρυβος, ο σάλαγος τής μάχης («κατὰ στρατὸν ᾤχετο πάντῃ ὀτρύνων μαχέσασθαι, ἔγειρε δὲ φύλοπιν αἰνήν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Επικός τ. άγνωστης ετυμολ. Διάφορες απόψεις που έχουν διατυπωθεί, ήδη από την αρχαιότητα, συνδέουν συνήθως τη… … Dictionary of Greek
Καρχηδόνα — Αρχαία πόλη της Αφρικής. Ιδρύθηκε από Φοίνικες αποίκους της Τύρου και της Κύπρου πιθανώς το 814 π.Χ., 18 χλμ. ΒΑ της σημερινής Τύνιδας. Η παράδοση αναφέρει ότι επικεφαλής τους ήταν η βασίλισσα της Τύρου Έλισα (η Διδώ του Βιργίλιου), που έφυγε από … Dictionary of Greek
Μπανγκλαντές — Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Δ, Β και Α με την Ινδία και ΝΑ με τη Μυανμάρ. Βρέχεται Ν από τον Kόλπο της Βεγγάλης.Tο Μ. ανέκτησε την ανεξαρτησία του το 1971. Αντιστοιχεί στην πρώην ανατολική επαρχία του Πακιστάν, από την οποία αποσπάστηκε… … Dictionary of Greek